ἠθμοειδῶν

ἠθμοειδῶν
ἠθμοειδής
like a strainer
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηθμοειδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού βλεννογόνου τών ηθμοειδών κυψελών και ενδεχομένως τού οστού που τίς περιβάλλει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoiditis < ethmoid (πρβλ. ηθμοειδής)] …   Dictionary of Greek

  • τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”